συμπρακτικός

συμπρακτικός
-ή, -όν, ΜΑ [συμπράττω]
μσν.
(για τα πρόσωπα τής Αγίας Τριάδας) αυτός που ενεργεί ταυτόχρονα, από κοινού, ενωμένος με τους άλλους
αρχ.
αυτός που συμπράττει, που συνεργεί σε κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμπρακτικός — cooperating masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπρακτικόν — συμπρακτικός cooperating masc acc sg συμπρακτικός cooperating neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”